- σκαρφάλωμα
- το, Ν [σκαρφαλώνω]ανάβαση σε ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος, που γίνεται με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών, αναρρίχηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαρφάλωμα — το, ατος αναρρίχηση: Δεν είναι εύκολο το σκαρφάλωμα σ αυτά τα βράχια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρρίχηση — η (Α ἀναρρίχησις) το σκαρφάλωμα νεοελλ. 1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί 2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός] … Dictionary of Greek
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek
κορμοανάβασις — κορμοανάβασις, ἡ (Μ) σκαρφάλωμα σε κορμό δένδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + ανά βασις (< ανα βαίνω)] … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… … Dictionary of Greek
αναρρίχηση — η το σκαρφάλωμα: Η αναρρίχηση σε δυσκολοπάτητα και ψηλά βουνά προϋποθέτει μακρόχρονη άσκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)